- εκδημώ
- (AM ἐκδημῶ, -έω)1. βρίσκομαι ή πηγαίνω σε ξένη χώρα, ξενιτεύομαι2. φρ. «ἐκδημῶ πρὸς Κύριον» — πεθαίνωαρχ.1. είμαι εξόριστος2. ταξιδεύω, οδοιπορώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκδημῶ — ἐκδημέω to be abroad pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκδημέω to be abroad pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκδημέω to be abroad pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκδημέω to be abroad pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδήμῳ — ἔκδημος away from home masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεκδήμητος — ἀνεκδήμητος, ον (Α) [εκδημώ] (για ημέρα) ακατάλληλος, μη ευνοϊκός για αποδημία … Dictionary of Greek
προεκδημώ — έω, ΜΑ αποδημώ, ξενιτεύομαι προηγουμένως μσν. μτφ. (για μοναχό) απαρνούμαι τα εγκόσμια («οἶς ἔργον προεκδημῆσαι τοῡ σώματος καὶ ζῶντας τεθνάναι καὶ σώφρονι μανίᾳ τινὶ μεταφοιτᾱν πρὸς τὰ κρείττονα», Θεοφύλ. Σ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκδημῶ… … Dictionary of Greek